- πινύσσω
- πινύσκωmake prudentaor subj act 1st sg (epic)πινύσκωmake prudentaor ind mid 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πινύσσω — Α βλ. πινύσκω … Dictionary of Greek
απινύσσω — ἀπινύσσω (Α) 1. είμαι ανόητος 2. πέφτω αναίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πινύσσω «συνετίζω, νουθετώ»] … Dictionary of Greek
πέπνυμαι — Α 1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω 2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος β) (για πράγματα) είμαι σωστός 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι οι έμπειροι 5. φρ.… … Dictionary of Greek
πινύσκω — και πινύσσω Α 1. συνετίζω, σωφρονίζω, νουθετώ 2. διδάσκω, καθοδηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek